κούρβουλο — το (λ. λατ.) 1. ο κορμός του κλήματος, το κλήμα. 2. ο ξεραμένος κορμός του κλήματος. 3. ο κορμός κάθε δέντρου. 4. ο ακίνητος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουρβουλιάζω — [κούρβουλο] 1. κυρτώνομαι και ξεραίνομαι σαν κούρβουλο 2. συνεκδ. γίνομαι παράλυτος … Dictionary of Greek
ξεκουρβουλώνω — και ξεκουρμουλώνω 1. ξεριζώνω τους κορμούς τών κλημάτων 2. θεραπεύομαι από αγκύλωση, ξεπιάνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κούρβουλο «κορμός κλήματος». Ο τ. ξεκουρμουλώνω < ξ(ε) * + κουρμούλα, ιδιωματικός τ. τού κούρβουλο] … Dictionary of Greek
αχαράκωτος — η, ο (Α ἀχαράκωτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν τον έχει χαρακώσει κανείς, που δεν τον έχει χαράξει με χάρακα 2. (για αμπέλι) εκείνο στο οποίο δεν έχουν κάνει χαράκωμα, δεν έχουν χαρακώσει το στέλεχος, το κούρβουλο (για να κάνει μεγάλες ρόγες) 3 … Dictionary of Greek
κλήμα — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 23 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Αράκυνθος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
κουρβουλιάρης — α, ικο [κούρβουλο] αυτός που πάσχει από ολική ή μερική παράλυση … Dictionary of Greek
κουρβούλα — κουρβούλα, ἡ (Μ) [κούρβος] κούρβουλο, κορμός αμπέλου … Dictionary of Greek
κουρβούλι — κουρβούλι, τὸ (Μ) [κούρβος] κούρβουλο, κορμός αμπέλου … Dictionary of Greek
κουρμούλα — η το κούρβουλο … Dictionary of Greek
πρέμνο — το / πρέμνον, ΝΑ 1. το κατώτερο μέρος τού κορμού τού δέντρου που απομένει μετά την κοπή τού κορμού, το κούτσουρο 2. ο ξερός κορμός κλήματος, κούρβουλο νεοελλ. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών βερβεριιδών αρχ. 1. (σχετικά με τον κορμό ελιάς)… … Dictionary of Greek